- ἐσθῆτι
- ἐσθήςclothingfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одежа — ОДЕЖ|А (274), Ѣ ( А) с. Одежда: Въ одежю одѣвъ сѧ. въздрасти любъвь къ б҃ѹ. (τὸ ἱμοτιον) Изб 1076, 264; Никтоже ѹбо ѿ мнихъ въ льнѧнѹ. или въ какѹ любо да облѣчетьсѧ одежю. УСт к. XII, 223; ѡдежа же ѥго бѣ хѹда и сплатана. ЖФП XII, 28а; и въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
одѣтисѧ — (32), ОДЕЖ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. Одеться, облачиться: Въ одежю одѣвъсѧ. (περιβαλλόμενος) Изб 1076, 264; И въ дрѹгыи же д҃нь одѣвъс˫а въ одежю свѣтьлѹ и славьнѹ. ЖФП XII, 33г; и въ ризѹ одѣшасѧ много цѣньнѹ. (ἐσϑῆτι ἐχρήσαντο) КЕ XII, 81б; и помолисѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… … Dictionary of Greek
παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] … Dictionary of Greek
πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek